μαλός

μαλός
I
Αρχαία πόλη της Κιλικίας. Αναφέρεται και ως Μαλλός. Βρισκόταν σε ύψωμα, κοντά στις εκβολές του Πύραμου, και είχε χτιστεί από τους Αμφίλοχο και Μόψο. Η Μ. χρησιμοποιήθηκε διαδοχικά από τους Αντίγονο, Πτολεμαίο και Πομπήιο. Ο τελευταίος, κατά τον Μιθριδατικό πόλεμο, έφερε στην πόλη πειρατές οι οποίοι είχαν δηλώσει μεταμέλεια, και τους έδωσε την άδεια να κατοικήσουν εκεί. Αναφέρεται επίσης ότι ο βασιλιάς της Καππαδοκίας Αριάραθος ο Φιλάδελφος λεηλάτησε τα κτήματα των Μαλλωτών, αλλά μετά αναγκάστηκε να τους αποζημιώσει. Η θέση της ταυτίζεται με την τοποθεσία όπου βρίσκεται το υψίπεδο του ακρωτηρίου Καραντάς-Μπουρνού. Επίνειο της Μ. ήταν η Μάγαρσα.
II
Μυθολογικό πρόσωπο. Φέρεται ως βασιλιάς της Επιδαύρου. Ήταν σύζυγος της μούσας Ερατούς και πατέρας της Κλεοφήμης. Η εγγονή του, Κορωνίδα, απέκτησε τον Ασκληπιό από τον δεσμό της με τον Απόλλωνα.
III
Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν μοναχός και ασκητής. Η μνήμη του τιμάται στις 16η Οκτωβρίου.
* * *
(I)
μαλός, -ή, -όν (Α)
λευκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. που χαρακτηρίζει τράγο
άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. μαλοπάραυος, μάλουρος)].
————————
(II)
μαλός, -ή, -όν (Α)
τρυφερός, απαλός, μαλακός («ἁρπάζων ἤ ἄρνα μαλὴν [δ.γρφ. ἄρν' ἀμαλήν] ἢ πτῶκα λαγωόν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το επίθ. ἀμαλός «μαλακός, αδύνατος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαλός — μᾱλός , μαλός white masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάλοις — Μάλος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάλοισι — Μάλος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάλοισιν — Μάλος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάλον — Μάλος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάλων — Μάλος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάλῳ — Μάλος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλ' — μᾱλί , μαλίς 2 fem voc sg μᾱλά , μαλός white neut nom/voc/acc pl μᾱλά̱ , μαλός white fem nom/voc/acc dual μᾱλά̱ , μαλός white fem nom/voc sg (doric aeolic) μᾱλέ , μαλός white masc voc sg μᾱλαί , μαλός white fem nom/voc pl μᾱλί , μηλίς fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλά — μᾱλά , μαλός white neut nom/voc/acc pl μᾱλά̱ , μαλός white fem nom/voc/acc dual μᾱλά̱ , μαλός white fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλόν — μᾱλόν , μαλός white masc acc sg μᾱλόν , μαλός white neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”